- αισθηματολόγος
- -α, -οαυτός που κλίνει στην αισθηματολογία: Όπως έλεγαν δεν ήταν ρεαλιστής, αλλά αισθηματολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… … Dictionary of Greek
αισθηματολογία — η [αισθηματολόγος] 1. το να εκφράζεται κανείς συναισθηματικά ή να εκδηλώνει υπερβολικό συναισθηματισμό 2. υπερβολική χρήση ερωτικών εκφράσεων, συναισθηματική ή ερωτική φλυαρία … Dictionary of Greek
αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] … Dictionary of Greek
ρομαντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κλίνει προς το ιδανικό και παθητικό, ο ονειροπόλος, ο αισθηματολόγος: Διαβάζω ένα ρομαντικό μυθιστόρημα. – Ο φίλος σου είναι πολύ ρομαντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)